- καταπακτή
- ηοριζόντια πόρτα στο δάπεδο που οδηγεί σε υπόγειο: Άνοιξε την καταπακτή και κατέβηκε στο υπόγειο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
βούκα — η (AM βούκα) 1. μπουκιά 2. μάγουλο 3. καταπακτή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο»] … Dictionary of Greek
γκλαβανή — και κλαβανή και κλιβανή, η 1. οπαίο τής στέγης που κλείνει με κινητή πλάκα ή σανίδα και χρησιμεύει για φωτισμό, αερισμό ή έξοδο στο δώμα 2. καταπακτή τού ισόγειου πατώματος που βρίσκεται πάνω από σκάλα και χρησιμεύει για την κάθοδο στο υπόγειο.… … Dictionary of Greek
επιρρακτός — ἐπιρρακτός, ή, όν (Α) [επιρρήγνυμι] 1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου 2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή 3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα … Dictionary of Greek
κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 … Dictionary of Greek
καβιοθύρα — καβιοθύρα, ἡ (Α) θύρα από την οποία κατέβαινε κάποιος σε υπόγειο, καταπακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavea «κοίλωμα, φυλακή» + θύρα] … Dictionary of Greek
καθέκτης — ο (Μ καθέκτης) 1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή 2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από… … Dictionary of Greek
καπάντζα — η 1. παγίδα για τη σύλληψη πτηνών ή ποντικών 2. καταπακτή 3. πρόσθετο παραθυρόφυλλο με το οποίο καλύπτονται οι βιτρίνες τών καταστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapanca] … Dictionary of Greek
καταρρακτός — και καταρ(ρ)αχτός, ή, ό (Α καταρρακτός ή, όν) [καταρράσσω] 1. αυτός που πέφτει από πάνω και με ορμή («καταρρακτή θύρα» η καταπακτή, Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η καταρράκτη σιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερό νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek